Κατά καιρούς έρχεται στην επιφάνεια το θέμα της χορήγησης στοιχείων στον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας για σκοπούς διαχειριστικού ελέγχου, με αποτέλεσμα να προκαλούνται τριβές μεταξύ του Γενικού Ελεγκτή και ανεξάρτητων αξιωματούχων και αρχών. Πριν λίγο καιρό είχαμε το θέμα με την Κεντρική Τράπεζα, με τον Συνεργατισμό και πρόσφατα με την Επίτροπο Διοίκησης. Το πρώτο ερώτημα είναι σε τι συνίσταται ο διαχειριστικός έλεγχος, που δεν είναι κατανοητός από μερικούς, λόγω έλλειψης γνώσης και αν πράγματι ο Γενικός Ελεγκτής νομιμοποιείται να ζητά στοιχεία για διεξαγωγή του.
Ο διαχειριστικός έλεγχος (Performance audit) δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο κατά πόσο ένα υπουργείο, οργανισμός ή υπηρεσία χρησιμοποιεί τους πόρους που έχει στη διάθεσή του κατά τον πιο οικονομικό, αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο. Πόροι φυσικά δεν είναι μόνο οι οικονομικοί πόροι, αλλά και το ανθρώπινο δυναμικό, τα κτίρια, ο εξοπλισμός, η τεχνολογία κ.α. Με πιο απλά λόγια ο διαχειριστικός έλεγχος διαπιστώνει αν η ελεγχόμενη υπηρεσία χρησιμοποιεί τα κονδύλια που έχει στη διάθεση της, το προσωπικό της, τα κτίρια και τον εξοπλισμό της με τον πιο αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο. Αν τηρεί δηλαδή σωστά τις αρχές του σύγχρονου μάνατζμεντ, που στόχος του είναι ακριβώς η ορθολογική αξιοποίηση των πόρων με στόχο να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Ο Γενικός Ελεγκτής δεν είχε από την αρχή αρμοδιότητα διαχειριστικού ελέγχου. Αυτή του δόθηκε, πριν 18 περίπου χρόνια, με τον νόμο 113(I)/2002), περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στο Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων Νόμος του 2002.
Σύμφωνα το άρθρο 6 του εν λόγω νόμου ο Γενικός Ελεγκτής έχει εξουσία να απαιτήσει από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο λαμβάνει χορηγία ή εγγύηση ή δάνειο από το Πάγιο Ταμείο ή άλλο ταμείο του Δημοσίου όπως παράσχει σε αυτόν όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για εξακρίβωση του τρόπου με τον οποίο διατέθηκε το ποσό της χορηγίας ή της εγγύησης ή του δανείου.
Στο δε άρθρο 7 του πιο πάνω νόμου καθορίζεται που διεξάγει διαχειριστικό έλεγχο ο Γενικός Ελεγκτής και σε τι συνίσταται αυτός ο έλεγχος. Άρθρο 7, προνοεί τα ακόλουθα «Προς αποφυγή οποιασδήποτε αμφιβολίας, με τον παρόντα Νόμο δηλώνεται ότι ο Γενικός Ελεγκτής έχει εξουσία και δύναται να διεξάγει διαχειριστικό έλεγχο σε Υπουργείο, ή τμήμα ή υπηρεσία του, σε οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, δήμο, κοινοτικό συμβούλιο ή σε άλλο ταμείο ή οργανισμό που ελέγχεται από αυτόν, για να διαπιστώσει αν οι πιο πάνω λειτουργούν και χρησιμοποιούν τους διαθέσιμους πόρους τους με οικονομικό, αποδοτικό και αποτελεσματικό τρόπο».
Όπως φαίνεται από τα πιο πάνω ο Γενικός Ελεγκτής έχει εξουσία διαχειριστικού ελέγχου σε ΟΛΟΥΣ τους οργανισμούς που ελέγχει, μεταξύ των οποίων είναι και ο Επίτροπος Διοικήσεως, και νομιμοποιείται να ζητά στοιχεία για τη διεξαγωγή του ελέγχου αυτού. Η άρνηση μάλιστα χορήγησης των στοιχείων αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 5 του πιο πάνω νόμου ποινικό αδίκημα, που επισύρει ποινή φυλάκισης μέχρι ένα χρόνο ή σε χρηματική ποινή μέχρι 1755 ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
Ο διαχειριστικός έλεγχος ο οποίος είναι σημαντικότερος από τον οικονομικό έλεγχο δεν είναι βέβαια κυπριακή εφεύρεση. Η δράση των Ελεγκτικών Υπηρεσιών σε όλο τον κόσμο διέπεται από πρότυπα ελέγχου τα οποία εκδίδονται από τον Διεθνή Οργανισμό των Ανώτατων Ελεγκτικών Οργάνων, γνωστό ως INTOSAI, στον οποίο μετέχουν οι Ελεγκτικές Υπηρεσίες από 192 χώρες και ο οποίος είναι συνδεδεμένος με το Συμβούλιο ECOSOC (Economic and Social Council) του ΟΗΕ. Στα πρότυπα αυτά που αφορούν στον έλεγχο του δημόσιου τομέα καθορίζονται τα τρία είδη ελέγχων: του οικονομικού ελέγχου (Financial audit), του διαχειριστικού ελέγχου (Performance audit) και του κανονιστικού ελέγχου (Compliance audit). Ο κανονιστικός έλεγχος συνήθως προκύπτει κατά τη διεξαγωγή των άλλων δύο ελέγχων.